- φιλοκάλως
- ΝΜΑ, και φιλόκαλα Νβλ. φιλόκαλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοκάλως — φιλόκαλος loving the beautiful adverbial φιλόκαλος loving the beautiful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόκαλος — η, ο / φιλόκαλος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά το ωραίο, που έχει φιλοκαλία, καλαίσθητος αρχ. 1. αυτός που τού αρέσει ο στολισμός, ο καλλωπισμός («καὶ φιλόκαλον περὶ ὅπλα καὶ φιλότιμον ἐπὶ πᾱσι τοῑς τοιαύτοις», Ξεν.) 2. αυτός που επιζητεί διάκριση,… … Dictionary of Greek